ιερατείο

ιερατείο
Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του κοσμικού και της σφαίρας του ιερού. Γι’ αυτό τον λόγο, η διοίκηση του ιερού αναλαμβάνεται από ειδικευμένα πρόσωπα, που δεν έχουν μολυνθεί από τη βέβηλη κοσμική ζωή. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται με διάφορους τρόπους· πρόκειται κυρίως για απαγορεύσεις ή εντολές που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του ιερέα, με σκοπό να τον προφυλάξουν από τον ακάθαρτο βέβηλο κόσμο. Οι απαγορεύσεις είναι πολλών ειδών: μπορούν να αφορούν συγκεκριμένες τροφές, τις σεξουαλικές σχέσεις, την ενδυμασία κλπ. Ακόμα και στις πρωτόγονες θρησκείες, όπου δεν μπορεί να γίνει λόγος για οργανωμένο ι., υπήρχαν άτομα ειδικευμένα στη σφαίρα του ιερού, στα οποία, ίσως, ανάγονται οι ίδιες οι ρίζες του ιερατικού θεσμού. Ήταν οι μάγοι, οι σαμάνοι κ.ά., στους οποίους απευθυνόταν ολόκληρη η φυλή, για να έρθει σε επαφή με το υπερπέραν. Τον ίδιο σκοπό επιτελούσαν επίσης οι εκπρόσωποι των αρχηγών οι οποίοι, έχοντας αυτό το αξίωμα, όφειλαν να εκτελούν μερικά ιερά λειτουργήματα στο όνομα της κοινότητας· επειδή, όμως, ήταν κυρίως αφιερωμένοι στην κοσμική δραστηριότητα, ανέθεταν τα λειτουργήματα αυτά σε άλλους, συνήθως συγγενείς ή γενικά σε αξιωματούχους. Εκεί που το ι. εμφανίζεται σε όλη την πληρότητά του είναι στις πολυθεϊστικές θρησκείες, όπου η τέλεση της θείας λατρείας απαιτεί εξαιρετική εξειδίκευση. Στην περίπτωση αυτή, εμφανίστηκαν στο πέρασμα του χρόνου θρησκείες που κατευθύνονταν και καθορίζονταν από ιερείς – όπως στην αρχαία Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στις Ινδίες (όπου οι ιερείς, οι λεγόμενοι βραχμάνοι, αποτελούσαν ιδιαίτερη κάστα). Μερικές φορές παρατηρούνται αμιγώς θεοκρατικά κράτη, που διευθύνονται και πολιτικά από τους ιερείς, όπως στους αρχαίους Μάγια ή στο Θιβέτ (πριν από την κατάληψή του από την Κίνα). Διαπιστώνεται επίσης συχνά ότι κάθε μορφή γνώσης –όχι μόνο θρησκευτικής, αλλά και επιστημονικής– βρίσκεται στα χέρια της ιερατικής τάξης, όπως γινόταν στους Ασσύριους και στους Βαβυλώνιους, στους Αιγύπτιους, στους Ίνκας κ.α. Στην αρχαία Ρώμη, η ιστοριογραφία και η νομική προήλθαν από το ιερατικό σώμα των ποντίφικων. Η έννοια του ι. στη χριστιανική θρησκεία, μολονότι είχε ως βάση την εβραϊκή μορφή του ι., έχει τα θεμέλιά της στη θεολογική και δογματική επεξεργασία που εγκαινίασαν οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζεται ως ο μέγας και αιώνιος αρχιερέας, ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, για τη λύτρωση των οποίων θυσιάστηκε ο ίδιος. Διάδοχοί του είναι οι απόστολοι και οι ιερείς, το σωτήριο λειτούργημα των οποίων στη Γη εξηγείται (σύμφωνα με μία γενική άποψη) από την αποστολή που τους έχει ανατεθεί: να προσφέρουν τα ανθρώπινα στον Θεό και τα θεία στους ανθρώπους. Οι χριστιανοί ιερείς έχουν δύο βασικά λειτουργήματα: το πρώτο είναι η προσφορά της αναίμακτης θυσίας κατά τη θεία Ευχαριστία, που συμβολίζει τη θυσία του Γολγοθά· το δεύτερο είναι η εξουσία του δεσμείν και λύειν τα αμαρτήματα των ανθρώπων πάνω στη Γη. Με αυτά συνδέεται και η διδασκαλία της πίστης και της ηθικής.
* * *
το (ΑΜ ἱερατεῑον) [ιερατεύω]
το σύνολο τών ιερέων μιας θρησκείας, ο κλήρος
μσν.-αρχ.
το μέρος τού ναού στο οποίο στέκονταν οι ιερείς, το ιερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιερατείο — το 1. το σύνολο των κληρικών μιας θρησκείας. 2. η ιδιαίτερη τάξη των ιερέων των αρχαίων θρησκειών και ειδικά των ανατολικών λαών που είχαν θεοκρατικά πολιτεύματα: Αιγυπτιακό ιερατείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ασκληπιείο — I Ονομασία ιερών αφιερωμένων στον θεό Ασκληπιό, κατά την αρχαιότητα, όπου κατέφευγαν ο άρρωστοι για να ζητήσουν από τον θεό να τους υποδείξει τρόπο θεραπείας. Το περιφημότερο Α. βρισκόταν στην Επίδαυρο· άλλα φημισμένα υπήρχαν στην Τρίκη της… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • γαιοκτησία — Η ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της γης από συγκεκριμένους, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση φορείς: γένος, βασιλιά, ιερατείο, κοινότητα, άτομο. Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης της γης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Στην …   Dictionary of Greek

  • ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”